εμφυσηματικός

εμφυσηματικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στο εμφύσημα (βλ. λ.).
2. ως ουσ., αυτός που πάσχει από εμφύσημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμφυσηματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εμφύσημα 2. ως ουσ. αυτός που υποφέρει ή πάσχει από εμφύσημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”